- σύμμαχος
- σύμμᾰχος1 ally (Τελαμών) τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης) I. 6.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Σύμμαχος — fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — η, ο 1. συμμαχητής, συμπαραστάτης. 2. αυτός που συνδέεται με συμμαχία με κάποιον: Τα σύμμαχα κράτη δε θέλησαν να εμποδίσουν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… … Dictionary of Greek
Ξύμμαχος — Σύμμαχος , Σύμμαχος fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμμαχος — σύμμαχος , σύμμαχος fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχως — σύμμαχος fighting along with adverbial σύμμαχος fighting along with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχον — σύμμαχος fighting along with masc/fem acc sg σύμμαχος fighting along with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)